- κολιμπρί
- Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των τροχιλιδών, της τάξης των αποδομόρφων. Τα κ. είναι γενικά πολύ μικρά, για αυτό ονομάζονται πουλιά-μύγες. Είναι μικροποδιόμορφα, δηλαδή έχουν πολύ κοντά πόδια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περπατήσουν ή να αναρριχηθούν. Το ράμφος τους είναι λεπτό, μυτερό, ίσιο ή κάπως κυρτό. Η γλώσσα τους –πολύ μακριά, κυλινδρική και δισχιδής– αποτελείται από δύο μέρη και μοιάζει με σωλήνα κατάλληλο να απορροφά νέκταρ, γύρη, μικρές αράχνες και έντομα. Τα κ. παίρνουν την τροφή τους πετώντας πάνω από τα άνθη, χωρίς να κάθονται σε αυτά. Το φτέρωμά τους, συχνά στολισμένο με λοφία και μπούκλες –ιδιαίτερα των αρσενικών– έχει ζωηρά χρώματα με μεταλλική λάμψη.
Τα κ. φτιάχνουν τη φωλιά τους σε σχήμα μικρού κυπέλλου πάνω στα φυτά, χρησιμοποιώντας λεπτότατα υλικά φυτικής ή ζωικής προέλευσης. Τα μικροσκοπικά αβγά, 1-2 σε κάθε επώαση, έχουν θαμπό άσπρο χρώμα. Οι νεοσσοί τρέφονται με προχωνευμένη τροφή, την οποία εισάγει η μητέρα με το ράμφος της κατευθείαν στο στόμα τους. Τα κ. περιλαμβάνουν 500 είδη διάσπαρτα στη Βόρεια και Νότια Αμερική, κυρίως στις τροπικές ζώνες. Τα είδη των βόρειων περιοχών (Αrchilochus colubris και Selasphorus rufus) μεταναστεύουν κάθε χρόνο από τις βορειότερες περιοχές της Βόρειας Αμερικής, όπου φωλιάζουν, στο Μεξικό και στην Κεντρική Αμερική, για να ξεχειμωνιάσουν. Το πιο μεγαλόσωμο είδος είναι το κ. της Παταγονίας, που έχει διαστάσεις πετροχελίδονου, και το πιο μικρόσωμο είναι η Calypte helenae της Κούβας, συνολικού μήκους περίπου 6 εκ. Το πιο παράξενο κ., η Loddigesia mirabilis του βόρειου Περού, έχει δύο μακριά ουραία νηματόμορφα πτερύγια, τα οποία καταλήγουν σε μια πλατειά ρομβοειδή σπάτουλα από πολύ σκούρα, μαυριδερά φτερά.
Τα κολιμπρί είναι, γενικά, πολύ μικρά πουλιά, γι’ αυτό ονομάζονται και πουλιά-μύγες? είναι διαδεδομένα σε διάφορες περιοχές της αμερικανικής ηπείρου. Με τη σωληνωτή γλώσσα τους ρουφούν το νέκταρ και τη γύρη των λουλουδιών, καθώς και πολλούς μικροοργανισμούς που βρίσκονται εκεί.
* * *και κολίβρια, ταζωολ. κοινή ονομασία αποδόμορφων πτηνών τής οικογένειας trochilidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. colibri. Η λ., στον λόγιο τ. κολίβριον, απαντά από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.